- βερέθρων
- βάραθρονgulfneut gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζέρεθρον — ζέρεθρον, τὁ (Α) υπόγειο ρεύμα ποταμού («πρότερον δ οὐκ ἐχόντων ἔκρυσιν, τῶν βερέθρων, ἃ καλοῡσιν οἱ Ἀρκάδες ζέρεθρα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρκαδ. τ. τού βέρεθρον*] … Dictionary of Greek